- πάταγος
- ο, ΝΜΑδυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ' ὀδόντων», Ομ. Ιλ.β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.)νεοελλ.μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος»)μσν.θόρυβοςαρχ.1. η κλαγγή τών όπλων («ἔθεον ἔξω, βοῆ καὶ πατάγῷ χρεώμενοι», Ηρόδ.)2. υπόκωφος κρότος3. ο ήχος τής ανθρώπινης φωνής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πάταγος, το ρ. πατάσσω και το επίρρ. πατάξ αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς ενός εκφραστικού θέματος που οφείλεται σε ονοματοποιία (πρβλ. τ. δηλωτικούς ήχων και θορύβων: ολολύζω, ολολυγή). Ο τ. πάτ-αγ-ος εμφανίζει επίθημα με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο -γ- (πρβλ. αλαλαγή, πλαταγή, ολολυγή) και κατάληξη -ος (πρβλ. κτύπ-ος, κέλαδ-ος), ενώ το ρ. πατάσσω (< *πατάκ-jω) επίθημα με άηχο ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. αράσσω, τινάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.